Ὀνησίλου

Ὀνησίλου
Ὀνήσιλος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κούριον — Αρχαία πόλη της Κύπρου, 16 χλμ. Δ της Λεμεσού, σήμερα γνωστή με την ίδια ονομασία και μερικώς αναστηλωμένη. Χτισμένη στους προϊστορικούς χρόνους (ίσως τον 14o αι. π.Χ.) από Αχαιούς, κοντά στη θάλασσα και επάνω σε βραχώδες ύψωμα, απρόσβλητο από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”